ἀλληνάλλως

ἀλληνάλλως
ἀλλήναλλος
this way and that
adverbial
ἀλλήναλλος
this way and that
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλληνάλλως — ἀλληνάλλως επίρρ. (Μ) 1. κατά τύχη, τυχαία 2. διαφοροτρόπως, με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄλην + επίρρ. ἄλως] …   Dictionary of Greek

  • άλλως — επίρρ. (Α ἄλλως) με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς νεοελλ. 1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή 2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε εκτός τούτου, εξάλλου αρχ. 1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”